Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀμφιθαλής

См. также в других словарях:

  • ἀμφιθαλής — blooming on both sides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθαλής — ές (Α ἀμφιθαλής) [θάλος] νεοελλ. αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς «αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής) αρχ. 1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το …   Dictionary of Greek

  • αμφιθαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή (για αδέρφια), αυτοί που γεννήθηκαν από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα (το αντίθ. ετεροθαλής): Είναι αδέρφια αμφιθαλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφιθαλῆ — ἀμφιθαλής blooming on both sides neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιθαλές — ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem voc sg ἀμφιθαλής blooming on both sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιθαλοῦς — ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιθαλέσι — ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιθαλεῖ — ἀμφιθάλλω to be in full bloom fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀμφιθάλλω to be in full bloom fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀμφιθαλής blooming on …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιθαλεῖς — ἀμφιθάλλω to be in full bloom fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem acc pl ἀμφιθαλής blooming on both sides masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αρτιθαλής — ἀρτιθαλής, ές (AM) αυτός που τώρα μόλις πετάει βλαστάρια ή άνθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θαλής < θάλλω (πρβλ. αειθαλής, αμφιθαλής)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»