Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμφιδρυφής

См. также в других словарях:

  • αμφιδρυφής — ἀμφιδρυφής, ές (Α) ο σχισμένος και από τις δύο πλευρές, ο ξεσχισμένος από παντού, ο κατασπαραγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφής < αρχ. δρύπτω «σχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιδρυφής — torn on both sides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδρυφῆ — ἀμφιδρυφής torn on both sides neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμφιδρυφής torn on both sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμφιδρυφής torn on both sides masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδρυφές — ἀμφιδρυφής torn on both sides masc/fem voc sg ἀμφιδρυφής torn on both sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιδρυφέας — ἀμφιδρυφής torn on both sides masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφίδρυφος — ἀμφίδρυφος, ον (Α) ο αμφιδρυφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δρυφος < αρχ. δρύτττω «σχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • δρύπτω — (Α) 1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω 2. (σε πένθος) κόπτομαι 3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα *der «γδέρνω, ξεσχίζω» τού δέρω* και συνδέεται με το δρέπω*. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»