-
1 αμφιδιαινω
-
2 ἀμφιδιαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιδιαίνω
-
3 ἀμφιδιαίνω
-
4 αμφεδίηνα
-
5 ἀμφεδίηνα
См. также в других словарях:
αμφιδιαίνω — ἀμφιδιαίνω (Μ) περιβρέχω, μουσκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + διαίνω «βρέχω, μουσκεύω»] … Dictionary of Greek
ἀμφεδίηνα — ἀμφιδιαίνω moisten all round aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek