Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμφιγνοῶ

См. также в других словарях:

  • αμφιγνοώ — ἀμφιγνοῶ ( έω) (ΑΜ) 1. αμφιβάλλω, δεν είμαι βέβαιος ή έχω λανθασμένη εντύπωση για κάτι αρχ. 1. δεν γνωρίζω, αγνοώ 2. (η μτχ. παθ. αορ.) ἀμφιγνοηθείς, θεῑσα, θέν αυτός που δεν έγινε γνωστός, ο άγνωστος 3. (το ουδ. σε απρόσ. έκφραση)… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιγνοῶ — ἀμφιγνοέω to be doubtful pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμφιγνοέω to be doubtful pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀμφιγνοέω to be doubtful pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀμφιγνοέω to be doubtful pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • αμφίγνοια — ἀμφίγνοια, η (Μ) [ἀμφιγνοῶ] αμφιβολία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»