-
1 ἀμφιβαρής
A gloss on ἀμφικέλεμνον, Hsch., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιβαρής
См. также в других словарях:
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek