-
1 ἀμφελελίζω
A shake all round,γαῖαν Orph.Fr.285.6
;οὐρανόν Nonn. D.13.361
; brandish, 42.318:—[voice] Pass., swing or wave to and fro, Q.S. 11.465. [full] ἀμφελικτός, ον, poet. for ἀμφιελ-, coiled round, E.HF 398. [full] ἀμφελίσσω, poet. and [dialect] Ion. for ἀμφιελ-, wrap, fold about,ἀμφελίξαντες χέρας Id.Andr. 425
; enwrap, Aret.CA2.4:—[voice] Med., τέκνοισιν γνάθους ἀμφελίξασθαι close their jaws upon the children, Pi.N. 1.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφελελίζω
См. также в других словарях:
αμφελικτός — ἀμφελικτός, ή, ὸν (Α) [ἀμφελίσσω] (ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος … Dictionary of Greek
αμφελίσσω — ἀμφελίσσω (Α) (ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἑλίσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός] … Dictionary of Greek
αμφιελικτός — ἀμφιελικτός, ον (Α) (για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσω πρβλ. και ἀμφελικτός] … Dictionary of Greek