-
1 αμφαρίστερος
-
2 ἀμφαρίστερος
-
3 ἀμφαρίστερος
ἀμφᾰρίστερος, ον,A with two left hands, i.e. utterly awkward or clumsy (cf. ἀμφιδέξιος), Ar.Fr. 512: hence, luckless, Hsch., Eust. 1228.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφαρίστερος
-
4 αμφαρίστερον
ἀμφαρίστεροςwith two left hands: masc /fem acc sgἀμφαρίστεροςwith two left hands: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀμφαρίστερον
ἀμφαρίστεροςwith two left hands: masc /fem acc sgἀμφαρίστεροςwith two left hands: neut nom /voc /acc sg -
6 ἀμφιδέξιος
ἀμφιδέξιος, ον,A ambidextrous (cf. ἀμφαρίστερος), Hp.Aph.7.43 (wrongly expl. by Glaucias ap.Erot., S.E.M.7.50), Arist.EN 1134b34; = περιδέξιος, Hippon.83. Adv.-ίως, παίζειν Polem.Hist. 45
.2 ready to take with either hand, i.e. taking either of two things, indifferent, Trag.Adesp.355 ( = Com.Adesp.360); so ἀμφιδεξίως ἔχει it is indifferent, A.Fr. 266.b metaph., double-meaning, ambiguous,χρηστήριον Hdt. 5.92
.έ, cf. Luc.JTr.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιδέξιος
См. также в других словарях:
αμφαρίστερος — ἀμφαρίστερος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που είναι αριστερός και στα δύο χέρια, δηλ. ο ολωσδιόλου αδέξιος και ανεπιτήδειος, ο ανίκανος 2. ο μη αίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἀριστερός] … Dictionary of Greek
ἀμφαρίστερος — with two left hands masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφαρίστερον — ἀμφαρίστερος with two left hands masc/fem acc sg ἀμφαρίστερος with two left hands neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφιδέξιος — α, ο (Α ἀμφιδέξιος, ον) ο ικανός να χρησιμοποιεί και τα δυο του χέρια, επιδέξιος (πρβλ. αμφαρίστερος) αρχ. 1. ο πρόθυμος να πάρει κάτι και με τα δυο του χέρια, δηλ. ο έτοιμος να πάρει είτε το ένα είτε το άλλο μεταξύ δύο πραγμάτων, ο αδιάφορος 2.… … Dictionary of Greek
αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που … Dictionary of Greek