Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀμφί-χρῡσος

См. также в других словарях:

  • αμφίχρυσος — ἀμφίχρυσος, ον (Α) ο χρυσωμένος ολόγυρα, περίχρυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χρυσός] …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»