-
1 ἀμφί-εσις
ἀμφί-εσις, ἡ, Kleidung, Sp.
-
2 ἀμφίεσις
ἀμφί-εσις, ἀμφί-εσμα, ἀμφι-εσμός, Kleidung -
3 ἀμφίεσμα
ἀμφί-εσις, ἀμφί-εσμα, ἀμφι-εσμός, Kleidung -
4 ἀμφιεσμός
ἀμφί-εσις, ἀμφί-εσμα, ἀμφι-εσμός, Kleidung -
5 ἀμφίεσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίεσις
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek