Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀμφί+τινος

  • 1 Knee

    subs.
    P. and V. γόνυ, τό.
    Fall on one's knees, v.: P. and V. προσκυνεῖν.
    Bend the knee:. V. κάμπτειν γόνυ, or use κάμπτειν alone.
    They bowed their knees to earth in weariness: V. ἐς δὲ γῆν γόνυ καμάτῳ καθεῖσαν (Eur., I.T. 332).
    Bring ( an enemy) to his knees: P. and V. παρίστασθαι (acc.).
    Fall at a person's knees: P. and V. προσκυνεῖν (τινά), P. πίπτειν πρὸς τὰ γόνατά (τινός), V. γόνασι προσπίπτειν (τινός), προσπίπτειν γόνυ (τινός), ἀμφ γόνυ πίπτειν (τινός), προσπίτνειν γόνυ (τινός), Ar. and V. προσπίπτειν (τινά or τινί) (also Xen. but rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Knee

  • 2 Part

    subs.
    Portion, share: P. and V. μέρος, τό, μοῖρα, ἡ, P. μόριον, τό, V. λχος, τό.
    Division: P. and V. μερς, ἡ, μέρος, τό, μοῖρα, ἡ.
    Direction: see Direction.
    Part in a play: P. σχῆμα, τό.
    I did not abandon the part of a patriot in the hour of danger: P. ἐγὼ τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον (Dem. 286).
    It is a wise man's part: P. and V. σοφοῦ ἀνδρός ἐστι or σοφοῦ πρὸς ἀνδρός ἐστι.
    The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).
    In part: P. μέρος τι; see Partly.
    For my part: V. τοὐμὸν μέρος.
    I for my part: P. and V. ἔγωγε.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ, τὰ πολλά.
    You have no part in: P. and V. οὐ σοὶ μέτεστι (gen.).
    Take part in: P. and V. κοινωνεῖν (gen.), κοινοῦσθαι (acc. or gen.), μετέχειν (gen.), συναίρεσθαι (acc. or gen.); see Share.
    Take ( a person's) part: P. and V. εὐνοεῖν (τινί), τ (τινος) φρονεῖν, P. εὐνοϊκῶς ἔχειν (τινί); see side with.
    Take in good part: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.).
    Parts, natural capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Character: P. and V. ἦθος, τό, τρόπος, ὁ, or pl.
    Cleverness: P. and V. σοφία, ἡ. φρόνησις, ἡ; see Cleverness.
    Quarters: P. and V. τόποι, οἱ.
    Be in foreign parts, v.: Ar. and P. ποδημεῖν.
    From all parts: see from every direction, under Direction.
    ——————
    v. trans.
    Separate: P. and V. χωρίζειν, σχίζειν, διείργειν, διαλαμβνειν, διαιρεῖν, διιστναι (Eur., frag.), Ar. and P. διαχωρίζειν, διασπᾶν, V. νοσφσαι ( 1st aor. act. of νοσφίζεσθαι), P. διασχίζειν.
    Cut off: P. ἀπολαμβνειν, διαλαμβνειν.
    Separate locally ( as a dividing line): P. and V. σχίζειν.
    About the river Tanaus that parts the borders of the Argive land and the soil of Sparta: V. ἀμφὶ ποταμὸν Ταναὸν Ἀργείας ὅρους τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς (Eur., El. 410).
    V. intrans. Fork ( of a road): P. and V. σχίζεσθαι.
    Break: P. and V. ῥήγνυσθαι; see Break.
    Of themselves the fetters parted from their feet: V. αὐτόματα δʼ αὐταῖς δεσμὰ διελύθη ποδῶν (Eur., Bacch. 447).
    Be separated, go different ways: P. and V. χωρίζεσθαι, φίστασθαι, διίστασθαι. Ar. and P. διακρνεσθαι.
    When we parted: P. ἐπειδὴ ἀπηλλάγημεν (Dem. 1169).
    Part from: P. and V. φίστασθαι (gen.), V. ποζεύγνυσθαι (gen.) (Eur., H.F. 1375).
    Part with: P. and V. παλλάσσεσθαι (gen.), φίστασθαι (gen.), πολείπεσθαι (gen.).
    Be deprived of: see under Deprive.
    Give: see Give.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Part

  • 3 School

    subs.
    P. διδασκαλεῖον, τό.
    Go to school, v.:Ar. and P. φοιτᾶν, εἰς διδασκάλου φοιτᾶν.
    Where did you go to school as a boy? Ar. παῖς ὢν ἐφοίτας ἐς τίνος διδασκάλου; (Eg. 1235).
    Attend school with another, v.:Ar. and P. συμφοιτᾶν.
    Slave who took boys to school: P. and V. παιδαγωγός, ὁ.
    Wrestling-school: P. and V. παλαίστρα, ἡ.
    School of philosophers, etc., the school of Protagoras: P. οἱ ἀμφὶ Πρωταγόραν (Plat.).
    In a word I say that our city taken as a whole is the school of Greece: P. συνελὼν... λέγω τὴν... πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι (Thuc. 2, 41).
    ——————
    v. trans.
    Teach: P. and V. διδάσκειν, παιδεύειν; see Educate.
    Chasten: P. and V. νουθετεῖν, ῥυθμίζειν (Plat.), σωφρονίζειν.
    Control: P. and V. κρατεῖν (gen.).
    Check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > School

См. также в других словарях:

  • φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… …   Dictionary of Greek

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»