-
1 αμφιταπις
-
2 ἀμφίταπις
ἀμφι-τάπης, ἀμφίταπις, eine auf beiden Seiten wollige Decke -
3 ἀμφι-τάπης
ἀμφι-τάπης, ητος, ὁ, Alexis B. A. 83 u. Diphil. Poll. 10, 38, u. ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, eine auf beiden Seiten wollige Decke, Sp.
-
4 ψιλόταπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλόταπις
-
5 ἀμφιτάπης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιτάπης
-
6 ἀμφιτάπης
ἀμφι-τάπης, ἀμφίταπις, eine auf beiden Seiten wollige Decke
См. также в других словарях:
αμφίταπις — ἀμφίταπις ( ιδος), η (Α) βλ. ἀμφιτάπης … Dictionary of Greek
αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] … Dictionary of Greek