-
1 ἀμφίστροφος
ἀμφί-στροφος, ον,2 [full] Ἀμφίστροφον, τό, at Delos, possibly a domed building, IG11(2).142.38 (iv B. C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίστροφος
-
2 αμφίστροφον
ἀμφίστροφοςturning to and fro: masc /fem acc sgἀμφίστροφοςturning to and fro: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀμφίστροφον
ἀμφίστροφοςturning to and fro: masc /fem acc sgἀμφίστροφοςturning to and fro: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀντίστροφος
ἀντίστροφ-ος, ον,A turned so as to face one another: hence, correlative, co-ordinate, counterpart, Pl.Tht. 158c, etc.; τινί to a thing, Id.Grg. 464b, R. 605a;ἡ ῥητορική ἐστιν ἀ. τῇ διαλεκτικῇ Arist.Rh. 1354a1
, Pol. 1293a33, etc.;ἰατρικὴ ἀ. δικαιοσύνῃ Aristid.2.37
J.; also τινός the correlative or counterpart of.., Pl.R. 530d, Grg. 465d, Isoc.5.61, etc.;ἀ... ὥσπερ Arist.Pol. 1292b7
. Adv. - φως in a manner corresponding, ; being the counterpart of..,Arist.
PA 661a27; συμβαίνει δ' ἀντιστρόφως the result follows by a reversible proof, Id.Ph. 265b8.2 in Logic, converse,λόγος Phld.Rh.1.179S.
Adv.- φως Id.Sign.6
: also in Math., converse,θεώρημα Papp.970.20
;τὰ ἀ.
the converse proposition,Apollon.Perg.
Con. 4.55. Adv. - φως conversely, ib.1.38, Max.Tyr.34.4.3 contrary, opposed,τινός D.Chr.4.87
;πρός τι Luc.Merc.Cond.31
. Adv.- φως
in the opposite way,Phld.
Lib.p.31O., Ps.-Luc.Philopatr.18.III ἐξ ἀντιστρόφου by an inverted construction (cf.ἀντιστροφή 11.2
), Hdn.Fig. p.102S.IV in lyrics, antistrophic, Arist.Pr. 918b27, etc.: esp. Subst. ἀντίστροφος (sc. ᾠδή), ἡ, antistrophe, Id.Rh. 1409a26, D.H, Comp.19, etc.; also of members in a rhet. period, ἐν στροφῇ καὶ ἀντιστρόφῳ Hermog.Id.1.11.V f.l. for ἀμφίστροφος, wheeling both ways, A.Supp. 882codd.VII ἀντίστροφος, ἡ, = ἀπόστροφος Sch.Ar.Pl.3.2 ἀντίστροφοι, name for the two upper ribs, Poll.2.182.VIII Adv. - φως crosswise,τὰς χεῖρας ἀλλήλαις ἐπιβάλλειν Gal.UP5.14
; inversely, Herod.Med. ap. Orib.10.5.4, cf. Diogenian.3.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίστροφος
См. также в других словарях:
αμφίστροφος — η, ο (Α ἀμφίστροφος, ον) αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις αρχ. αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στροφος < στρέφω] … Dictionary of Greek
αμφίστροφος — η, ο αυτός που μπορεί να στραφεί κι απ τις δυο μεριές, εύστροφος: Ο διακόπτης που έβαλε είναι αμφίστροφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφίστροφον — ἀμφίστροφος turning to and fro masc/fem acc sg ἀμφίστροφος turning to and fro neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek