-
1 ἀμφίπρῳρος
ἀμφί-πρῳρος, ον,A with two prows, Gal.14.243.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίπρῳρος
-
2 δίπρῳρος
A double-prowed and double-sterned, i. e. a twin ship, Callix.1, Promathidas ap.Ath.11.489b (here perh., = ἀμφίπρῳρος).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπρῳρος
См. также в других словарях:
αμφίπρωρος — η, ο (Α ἀμφίπρωρος, ον) αυτός που έχει πλώρη εμπρός και πίσω, που μπορεί να πλέει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση χωρίς να πάρει στροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πρῷρα] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek