Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμφίλεκτος

См. также в других словарях:

  • ἀμφίλεκτος — spoken both ways masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίλεκτος — η, ο (Α ἀμφίλεκτος, ον) [ἀμφιλέγω] 1. αντιλεγόμενος αμφισβητούμενος, αμφίβολος 2. αυτός που προκαλεί φιλονικίες 3. διπλός …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιλέκτως — ἀμφίλεκτος spoken both ways adverbial ἀμφίλεκτος spoken both ways masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίλεκτον — ἀμφίλεκτος spoken both ways masc/fem acc sg ἀμφίλεκτος spoken both ways neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιλέκτῳ — ἀμφίλεκτος spoken both ways masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίλεκτα — ἀμφίλεκτος spoken both ways neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] …   Dictionary of Greek

  • αναμφίλεκτος — η, ο (Α ἀναμφίλεκτος, ον) [ἀμφίλεκτος] αυτός, για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες, διαφωνίες, αναμφίβολος, αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»