Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀμφίκυρτος

См. также в других словарях:

  • ἀμφίκυρτος — convex on each side masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίκυρτος — η, ο (Α ἀμφίκυρτος, ον) ο κυρτός και κατά τις δύο πλευρές (ή επιφάνειες). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κυρτός. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφικυρτοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • αμφίκυρτος — η, ο αυτός που είναι κι από τις δυο πλευρές κυρτός: Οι πρεσβύωπες φορούν γυαλιά με αμφίκυρτους φακούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφίκυρτον — ἀμφίκυρτος convex on each side masc/fem acc sg ἀμφίκυρτος convex on each side neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικύρτοις — ἀμφίκυρτος convex on each side masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικύρτου — ἀμφίκυρτος convex on each side masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικύρτους — ἀμφίκυρτος convex on each side masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικύρτων — ἀμφίκυρτος convex on each side masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφικύρτῳ — ἀμφίκυρτος convex on each side masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίκυρτα — ἀμφίκυρτος convex on each side neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίκυρτοι — ἀμφίκυρτος convex on each side masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»