-
1 ἀμφίκροτος
ἀμφίκροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίκροτος
-
2 αμφικρότοισι
-
3 ἀμφικρότοισι
См. также в других словарях:
ἀμφικρότοισι — ἀμφίκροτος struck with both hands masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek