-
1 αμφίκολλος
-
2 ἀμφίκολλος
-
3 ἀμφίκολλος
ἀμφίκολλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίκολλος
-
4 ἀμφίκολλος
-
5 αμφίκολλον
ἀμφίκολλοςglued on both sides: masc /fem acc sgἀμφίκολλοςglued on both sides: neut nom /voc /acc sg -
6 ἀμφίκολλον
ἀμφίκολλοςglued on both sides: masc /fem acc sgἀμφίκολλοςglued on both sides: neut nom /voc /acc sg -
7 παρά-κολλος
παρά-κολλος, χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος, Poll. 10, 36.
-
8 παράκολλος
παρά-κολλος, χαμεύνη, an dessen einem Ende nur ein ἀνακλιντήριον befestigt war, auf dem der Kopf ruhte; hatte es ein solches an beiden Enden, so hieß es ἀμφίκολλος
См. также в других словарях:
αμφίκολλος — ἀμφίκολλος, ον (Α) ο κολλημένος και από τις δύο πλευρές, στερεωμένος και στις δύο άκρες του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κολλος < κόλλα] … Dictionary of Greek
ἀμφίκολλος — glued on both sides masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίκολλον — ἀμφίκολλος glued on both sides masc/fem acc sg ἀμφίκολλος glued on both sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek