-
1 ἀμφίκαυστις
II Com., pudenda, Cratin.381.III epith. of Demeter, Hsch.1.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφίκαυστις
-
2 ἀμφί-καυτις
ἀμφί-καυτις, ἡ, nach Schol. Ar. Eq. 1233, halbreife geröstete Gerste, die zu Graupen, ἄλφιτα, vermahlen wird. Nach E. M. ist ἀμφίκαυστις hordeum montanum.
-
3 καῦστις
καῦστις, ἡ,A = ἀμφίκαυστις 1, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καῦστις
См. также в других словарях:
αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] … Dictionary of Greek
καύστις — καῡστις, εως, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις*, ώριμο στάχυ κριθαριού 2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις επίκληση τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος τού καύστης*] … Dictionary of Greek