Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμφίκαυστις

См. также в других словарях:

  • αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] …   Dictionary of Greek

  • καύστις — καῡστις, εως, ἡ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) αμφίκαυστις*, ώριμο στάχυ κριθαριού 2. ως κύρ. όν. ἡ Καῡστις επίκληση τής θεάς Δήμητρας. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. αντίστοιχος τού καύστης*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»