Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀμφίκαρπος

См. также в других словарях:

  • αμφίκαρπος — η, ο (Α ἀμφίκαρπος, ον) [καρπός] λέγεται για τα φυτά που έχουν καρπούς δύο ειδών είτε ως προς τη μορφή ή ως προς την εποχή ωριμάσεώς τους αρχ. λέγεται για το φυτό που βγάζει καρπούς και επάνω και κάτω από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καρπός] …   Dictionary of Greek

  • Αμφίκαρπος — ο Βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών Χεδρωπών με λίγα είδη, ιθαγενή τής Βορειοανατολικής Αμερικής, Ιαπωνίας και Ινδιών. Είναι αναρριχώμενες πόες με φύλλα σύνθετα τρίφυλλα και άνθη λευκά ή πορφυρόχρωμα …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίκαρπα — ἀμφίκαρπος fruiting both above and below ground neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»