-
1 αμφίβια
-
2 ἀμφίβια
-
3 αμφιβίαν
ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 1st sg (attic) -
4 ἀμφιβίαν
ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)ἀμφιβίᾱν, ἀμφί-βιάωconstrain: imperf ind act 1st sg (attic) -
5 μεγαλοφυής
A of noble nature,ἄνδρα -έστερον ἢ κατ' ἄνθρωπον Plb.12.23.5
, cf. Dam.Pr.54 ([comp] Comp.);οἱ μ. τῶν ἀνθρώπων S.E.P.1.12
, cf. Arr. Epict.3.23.15;μ. ἤθη καὶ πάθη D.H.Vett.Cens.2.11
; ἡ μ. αὐθεντία σου, as a title, Just.Nov.126.3 Ep. Adv. -φῠῶς Arr.Epict.2.17.19
.2 endowed with genius, Phld.Rh.1.28 S., D.L.1.38; τὸ μ. lofty genius, Longin.9.1;τὸ-έστατον Id.34.4
.II Adv. - φυῶς in bad sense, with exaggeration, Cleom.2.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλοφυής
См. также в других словарях:
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
αμφίβια — τα (βιολ.), ζώα ή φυτά που μπορούν να ζουν και στο νερό και στη στεριά: Οι βάτραχοι είναι αμφίβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφίβια — ἀμφίβιος living a double life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβίαν — ἀμφιβίᾱν , ἀμφί βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀμφιβίᾱν , ἀμφί βιάω constrain imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀμφιβίᾱν , ἀμφί βιάω constrain imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἀμφιβίᾱν , ἀμφί βιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτότρημα — Αμφίβια της οικογένειας των Yλιδών, που αριθμούν είδη μικρών βατράχων της κεντρικής και της ισημερινής Αμερικής. Το είδος ν. το μαρσιποφόρο γεννά τα αβγά του σε ειδικό επωαστικό θύλακο που βρίσκεται στη ράχη του ζώου. * * * το ζωολ. γένος μικρών… … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek
σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
αμφιβιακός — ή, ό [Αμφίβια] ο σχετικός με τα Αμφίβια … Dictionary of Greek
ερπετολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών… … Dictionary of Greek