-
1 αμυδρού
ἀμυδρόςdim: masc /neut gen sgἀ̱μυδροῦ, ἀμυδρόωmake indistinct: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀμυδρόωmake indistinct: pres imperat mp 2nd sgἀμυδρόωmake indistinct: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἀμυδροῦ
ἀμυδρόςdim: masc /neut gen sgἀ̱μυδροῦ, ἀμυδρόωmake indistinct: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀμυδρόωmake indistinct: pres imperat mp 2nd sgἀμυδρόωmake indistinct: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
ἀμυδροῦ — ἀμυδρός dim masc/neut gen sg ἀ̱μυδροῦ , ἀμυδρόω make indistinct imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀμυδρόω make indistinct pres imperat mp 2nd sg ἀμυδρόω make indistinct imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωδιακός — ή, ό (Α ζῳδιακός, ή, όν) [ζῴδιον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ζώδια νεοελλ. αστρον. φρ. α) «ζωδιακός κύκλος» ουράνια ζώνη πλάτους 17° που διαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα ζώδια, και εκτείνεται εκατέρωθεν τής εκλειπτικής, μέσα στην οποία… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek