-
1 αμπ-
эол. = ἀμφι-
См. также в других словарях:
ἄμασιν — ἄμπ repose neut dat pl ἄ̱μασιν , ἦμαρ day neut dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄματα — ἄμπ repose neut nom/voc/acc pl ἄ̱ματα , ἦμαρ day neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄματι — ἄμπ repose neut dat sg ἄ̱ματι , ἦμαρ day neut dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄματος — ἄμπ repose neut gen sg ἄ̱ματος , ἦμαρ day neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅματ' — ἄματα , ἄμπ repose neut nom/voc/acc pl ἄματι , ἄμπ repose neut dat sg ἄματε , ἄμπ repose neut nom/voc/acc dual ἄ̱ματα , ἦμαρ day neut nom/voc/acc pl (doric) ἄ̱ματι , ἦμαρ day neut dat sg (doric) ἄ̱ματε , ἦμαρ day neut nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek
μάλλυκες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τρίχες». [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλός + επίθημα υκες, πιθ. κατά τα ἄμπ υκες, κάλ υκες] … Dictionary of Greek
Γιουσούφ — I Όνομα ιστορικών προσώπων του μουσουλμανικού κόσμου. 1. Ιμπν Αμπντ αλ Ραχμάν αλ Φιχρί (8ος αι. μ.Χ.). Ο τελευταίος Μαυριτανός κυβερνήτης της Ισπανίας (747 756). Το 756 επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να υπερασπίσει την Κόρντομπα από τον Αμπντ αλ… … Dictionary of Greek
Ποπόλ Βουχ ή Γιουχ — Ιερό βιβλίο των Μάγια Κιτσέ, που κατοικούσαν στα υψίπεδα της Γουατεμάλας. Στους Μάγια, μετά την ισπανική κατάκτηση (16ος αι.), αναπτύχθηκε ανθούσα γραπτή φιλολογία σε ιθαγενή γλώσσα με λατινικά γράμματα: τοΠοπόλ Βουχ είναι το αξιολογότερο από τα… … Dictionary of Greek
κἄμ' — ἄμαι , ἄμη shovel fem nom/voc pl ἄμᾱͅ , ἄμη shovel fem dat sg (doric aeolic) ἄμα , ἄμπ repose neut nom/voc/acc sg ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)