-
1 ἀμπελῖτις
II ἀ. γῆ, a bituminous earth (cf. Plin.HN35.194) used to cure in vines,Posidon.
64; as a cosmetic, Dsc.5.160.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπελῖτις
См. также в других словарях:
χαμίτις — ίτιδος, ἡ, Μ (με ή χωρίς τη λ. ἄμπελος) κλήμα που φύεται κοντά στο έδαφος και φτάνει σε μικρό ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χαμαί «κάτω, χαμηλά» + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἀμπελ ῖτις)] … Dictionary of Greek
νομαδίτης — νομαδίτης, ό, θηλ. νομαδῑτις (Α) ως επίθ. νομαδικός, ποιμενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + κατάλ. ίτης / ῖτις (πρβλ. αμπελ ίτης, λιμν ίτις)] … Dictionary of Greek