Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀμορφώτους

См. также в других словарях:

  • ἀμορφώτους — ἀμόρφωτος not formed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… …   Dictionary of Greek

  • ατζαμής — Επίθετο που σημαίνει αυτόν που είναι πρωτόπειρος σε δουλειά. Προέρχεται από τη λέξη ατζέμ, που σημαίνει Πέρσης. Ονόμαζαν έτσι τους Πέρσες επειδή τους θεωρούσαν αμόρφωτους και απολίτιστους. Με τον καιρό επικράτησε και στους Τούρκους η λέξη ατζαμί… …   Dictionary of Greek

  • καραβανάς — ὁ [καραβάνα] 1. ειρωνική προσωνυμία για τους αμόρφωτους και άξεστους μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς τού παλαιού στρατού οι οποίοι δεν προέρχονταν από στρατιωτικές σχολές 2. ειρωνικός χαρακτηρισμός τών μόνιμων στρατιωτικών 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»