Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀμολγός

См. также в других словарях:

  • αμολγός — ἀμολγός, ο (Α) νεοελλ. νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339) αρχ. 1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά τής νύχτας λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το… …   Dictionary of Greek

  • ἀμολγός — dead masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγοί — ἀμολγός dead masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγοῦ — ἀμολγός dead masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγούς — ἀμολγός dead masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγῷ — ἀμολγός dead masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμολγόν — ἀμολγός dead masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • DORMIO — quasi Dermio, a Graeco δέρμα, i. e. pellis: quemadmodum ex benus, bonus, ex hemo, homo; ex Κερκύρα, Corcyra factum, Nempe vett. haec in pellibus dormiendi consuetudo est: in sacris inptimis, quod proprie Incubare Vett. dixêrunt. Tantopere namque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κυναμολγοί — Κυναμολγοί, οἱ (Α) 1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού 2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός] …   Dictionary of Greek

  • αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …   Dictionary of Greek

  • αμολγάδες βόες — ἀμολγάδες βόες (AM) [ἀμολγός] αγελάδες που αρμέγονται, γαλατερές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»