-
1 ἀμοιβαδίς
A by turns, alternately, ἀ. ἄλλοθεν ἄλλος one after another, Theoc.1.34;ἀ. ἀνέρος ἀνὴρ ἑζόμενος A.R.4.199
, cf. Nonn.D.24.227:—also [suff] ἀμοιβ-αδόν, Parm.1.19, A.R.2.1226, Ti.Locr.68e, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.II in turn, again, Epigr.Gr.998.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοιβαδίς
См. также в других словарях:
κλεμμαδόν — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με κλέφτικο τρόπο, κλέφτικα, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα + επιρρμ. κατάλ. αδόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβ αδόν, ομο θυμ αδόν)] … Dictionary of Greek