Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀμοιβάδες

См. также в других словарях:

  • αμοιβάδες — οι Ζωολ. μονοκύτταροι μικροοργανισμοί, που ανήκουν στα Ριζόποδα Πρωτόζωα, και συγκεκριμένα στις Γυμναμοιβάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγιας προελεύσεως όρο, που προήλθε < αρχ. ἀμοιβάς, άδος (< ἀμοιβὴ) «η εναλλασσόμενη, αυτή που χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • ἀμοιβάδες — ἀμοιβάς as change of raiment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόζωα — Μονοκύτταρα ζώα που αποτελούν ένα υποβασίλειο, σε αντίθεση με τα πολυκύτταρα ζώα, που υπάγονται στο υποβασίλειο των μεταζώων. Τα π. κατά το μεγαλύτερο μέρος είναι μικροσκοπικά, λίγα έχουν διαστάσεις μεγαλύτερες του χιλιοστού. Πολλά π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • αμοιβαδοειδής — και αμοιβοειδής, ές αυτός που αναφέρεται στις αμοιβάδες ή έχει τα γνωρίσματα τών αμοιβάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο όρος είναι ελληνογενής < αμοιβάδα + ειδής < είδος εκτός από τον όρο αμοιβαδοειδής, χρησιμοποιείται επίσης και ο όρος αμοιβοειδής.… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • θηκαμοιβάδες — Τάξη ριζοπόδων πρωτοζώων με κέλυφος. Τα περισσότερα είδη τους απαντούν στα γλυκά νερά και ορισμένες σπάνιες μορφές στα υφάλμυρα ή τα θαλάσσια. Πολλές θ. είναι πολυφάγοι και βρίσκουν εύκολα την τροφή τους, συχνά μάλιστα επιτίθενται εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • κύτταρο — Η μικρότερη οργανωμένη μονάδα ζωής, η οποία είναι ικανή να ζήσει και να αναπαραχθεί από μόνη της. Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, από τα βακτήρια μέχρι τα πιο πολύπλοκα φυτά και ζώα, αποτελούνται από κ.· τα βακτήρια, τα πρωτόζωα, ορισμένοι μύκητες… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοδίνια — τα, Ν ζωολ. υπερομοταξία ή, κατ άλλους, ομοταξία πρωτοζώων που έχουν ρευστό κυτταρόπλασμα και χρησιμοποιούν προσωρινές κυτταροπλασματικές προεκτάσεις, τα ψευδοπόδια ή ακτινοπόδια, για την κίνηση και την διατροφή τους, ομοταξία στην οποία ανήκουν… …   Dictionary of Greek

  • σαρκομαστιγοφόρα — τα, Ν βιολ. υποσυνομοταξία πρωτοζώων που έχουν ως κινητήρια οργανίδια μαστίγια ή ψευδοπόδια, υποσυνομοταξία στην οποία ανήκουν τα μαστιγοφόρα, οι αμοιβάδες, τα τρηματοφόρα, τα ακτινόζωα και τα ηλιόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαστιγοφόρα ή μαστιγωτά — Ομοταξία πρωτοζώων, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός ή περισσότερων μαστιγίων ως οργανίδια κίνησης, τουλάχιστον σε κάποιο στάδιο της ζωής τους. Τα μ. θεωρούνται τα πιο πρωτόγονα από όλες τις ομάδες των πρωτοζώων. Αποτελούν έναν σύνδεσμο… …   Dictionary of Greek

  • μυξομύκητες ή μυξόφυτα — Άθροισμα ή κλάση απλούστατων φυτικών οργανισμών, που το φυτικό τους σώμα αποτελείται από μια πρωτοπλασματική (πλασμώδιο) πολυπύρηνη και αμέμβρανη μάζα· συναντιούνται συχνότατα στα δάση, πάνω στους κορμούς των δέντρων, στα σαπισμένα φύλλα ή πάνω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»