-
1 αμοιβοί
-
2 ἀμοιβοί
-
3 προστρατεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρατεύω
-
4 ἀμοιβός
ἀμοιβ-ός, ὁ,II Adj. in requital or exchange for,νέκυν νεκρῶν ἀ. ἀντιδούς S.Ant. 1067
;ἀ. ἑῆς θρέψε διδασκαλίης AP7.341
(Procl.).2 alternating, κληῖδες, of Day and Night, Parm.1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμοιβός
-
5 ἀμοιβός
ἀμοιβός ( ἀμείβω): one who changes place with another, ἦλθον ἀμοιβοί (as substitutes), Il. 13.793†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμοιβός
См. также в других словарях:
ἀμοιβοί — ἀμοιβός one who exchanges masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβός — ἀμοιβός, ο (Α) 1. αυτός που εναλλάσσεται, που παίρνει τη θέση άλλου, που διαδέχεται κάποιον 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀμοιβοί οι στρατιώτες που αντικαθιστούν άλλους 3. (ως επιθ.) α) αυτός που γίνεται ή δίνεται σε ανταπόδοση, σε ανταλλαγή β)… … Dictionary of Greek