-
1 αμοιβαία
ἀμοιβαί̱ᾱ, ἀμοιβαῖοςgiving like for like: fem nom /voc /acc dualἀμοιβαί̱ᾱ, ἀμοιβαῖοςgiving like for like: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀμοιβαί̱ᾱͅ, ἀμοιβαῖοςgiving like for like: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αμοιβαία
ἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc plἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc pl -
3 ἀμοιβαῖα
ἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc plἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc pl -
4 ἀμοιβαία
Βλ. λ. αμοιβαία -
5 ἀμοιβαίᾳ
Βλ. λ. αμοιβαία -
6 ταμοιβαία
ἀμοιβαῖα, ἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc plἀμοιβαῖα, ἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc pl -
7 τἀμοιβαῖα
ἀμοιβαῖα, ἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc plἀμοιβαῖα, ἀμοιβαῖοςgiving like for like: neut nom /voc /acc pl -
8 ἀμοιβαῖος
1 given in returnἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων O. 1.39
-
9 δεῖπνον
1 meal ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων (sc. Σίσυφος) O. 1.39 “ ξείνοις δεῖπν' ἐπαγγέλλοντι” P. 4.31ἐφίλησεν οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας P. 9.19
ἔνθα μοι ἁρμόδιον δεῖπνον κεκόσμηται N. 1.22
δείπνου δὲ λήγοντος, γλυκὺ τρωγάλιον a reference to the skolion sung after the meal fr. 124. c. ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 2. -
10 παρέχω
παρέχω, παρίσχω (παρέχει, -οντι, παρίσχει; παρέχοι; -έχων, -έχοισα; -έχειν: aor. παράσχοι; -σχεῖν.)a grantθεὸς τῶνδε κείνων τε κλυτὰν αἶσαν παρέχοι φιλέων O. 6.102
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται. δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
κεράιζεν ἀγρίους θῆρας, ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις P. 9.23
Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν N. 6.33
γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.24
ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος Pae. 18.3
add. pr. adj., δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος) O. 1.21ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων O. 1.39
ἰατῆρά τοι κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσιν θερμᾶν νόσων ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος P. 3.66
εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον P. 11.41
b allowI c. dat. & inf.βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι P. 2.67
II impers., c. dat. & inf., it is allowed τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει (Tricl.: παρέχειν cod.) I. 8.69 -
11 συναινετικόν
συναιν-ετικόν, τό,A = ἐπερώτησις ἀμοιβαία, compromiss<i>o, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναινετικόν
См. также в других словарях:
ἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαία — ἀμοιβαί̱ᾱ , ἀμοιβαῖος giving like for like fem nom/voc/acc dual ἀμοιβαί̱ᾱ , ἀμοιβαῖος giving like for like fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαίᾳ — ἀμοιβαί̱ᾱͅ , ἀμοιβαῖος giving like for like fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβαία επαγωγή — Στη φυσική, α.ε. ονομάζεται μια ειδική περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής κατά την οποία παράγεται ΗΕΔ (ηλεκτρεγερτική δύναμη) σε ένα κύκλωμα, εξαιτίας των μεταβολών της έντασης του ρεύματος ενός γειτονικού κυκλώματος. Αν ένα πηνίο α… … Dictionary of Greek
αμοιβαία κεφάλαια — Είδος χρηματοοικονομικής επένδυσης, στην οποία ο επενδυτής συμμετέχει σε ένα κοινό κεφάλαιο, το οποίο συγκροτείται βάσει της κείμενης νομοθεσίας και διαχειριστής του είναι μια ανώνυμη εταιρεία συγκεκριμένης μορφής. Τα α.κ. απαρτίζονται από… … Dictionary of Greek
αλληλεπίδραση — Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α.… … Dictionary of Greek
τἀμοιβαῖα — ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl ἀμοιβαῖα , ἀμοιβαῖος giving like for like neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
αλληλεγγύη — Η ηθική ή υλική αλληλοβοήθεια ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας της· η αμοιβαία εγγύηση· η αμοιβαία σχέση δύο ή περισσότερων ατόμων με πνεύμα δικαιοσύνης και αδελφότητας που εκδηλώνεται σε πράξεις αλληλοεξυπηρέτησης. Η α. διακρίνεται… … Dictionary of Greek
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek