-
1 αμνίδες
-
2 ἀμνίδες
-
3 σίττα
σίττᾰ, a cry of drovers to urge on or guide their flocks (Hsch.),A st!σίττα, νέμεσθε Theoc.8.69
;σίτθ', ὁ λέπαργος Id.4.45
; when ἀπό follows, to drive them off, οὐκ ἀπὸ τᾶς κράνας σίττ', ἀμνίδες; Id.5.3; σίττ' ἀπὸ τᾶς κοτίνω ib. 100; when πρός follows, to lead them on,σίτθ', ἁ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον Id.4.46
: cf. ψίττα, ψύττα.
См. также в других словарях:
ἀμνίδες — ἀμνίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίττα — (I) και ψίττα και ψύττα Α επιφώνημα τών βοσκών με το οποίο οδηγούσαν τα ποίμνια (α. «οὐκ ἀπὸ τᾱς κράνας σίττ , ἀμνίδες», Θεόκρ. β. «σίτθ , ἀ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) και λόγιος τ. σίττη, η, Ν ζωολ.… … Dictionary of Greek