-
1 αμνίδας
-
2 ἀμνίδας
См. также в других словарях:
ἀμνίδας — ἀμνίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμνίδας
2 ἀμνίδας
ἀμνίδας — ἀμνίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)