-
1 αμνημόνευτος
-
2 ἀμνημόνευτος
-
3 αμνημονευτος
21) невспомянутый, забытый Arst., Polyb., Plut.2) не помнящий, забывающий Diog.L. -
4 ἀμνημόνευτος
ἀμνημόνευτος, ον,A unmentioned, Plb.2.35.4, Plu.Cam.29;τὸ μετὰ τὴν ζωὴν ἀ. Phld.Mort.36
; impossible to be remembered, Gal.8.856;ἐξ ἀ. χρόνου POxy. 1915
(vi A. D.); unheeded, E.IT 1419.II [voice] Act., = ἀμνήμων, unmindful, D.L.1.86, Numen. ap. Eus.PE14.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμνημόνευτος
-
5 αμνημόνευτος
η, ο [ος, ον ]1) неупомянутый, забытый; опущенный; недостойный упоминания;μικροεπεισόδιο αμνημόνευτα — незначительные факты, о которых не стоит упоминать;
2) незапамятный;προ (или από) αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён;κατάσταοΊς αμνημόνευτος юр. — фактическое положение, существующее с незапамятных времён;
3) церк, непомянутый;§ δεν τού άφησες πρόγονο αμνημόνευτο — ты всех его предков оскорбил, помянул недобрым словом
-
6 αμνημόνευτος
[амнимонэфтос] еж. неупомянутый, забытый. -
7 αμνημόνευτος
immemorial -
8 ἀμνημόνευτος
ἀ-μνημόνευτος, (1) unerwähnt. (2) uneingedenk -
9 αμνημόνευτον
ἀμνημόνευτοςunmentioned: masc /fem acc sgἀμνημόνευτοςunmentioned: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀμνημόνευτον
ἀμνημόνευτοςunmentioned: masc /fem acc sgἀμνημόνευτοςunmentioned: neut nom /voc /acc sg -
11 αμνημονεύτους
-
12 ἀμνημονεύτους
-
13 αμνημονεύτω
-
14 ἀμνημονεύτῳ
-
15 αμνημονεύτων
-
16 ἀμνημονεύτων
-
17 αμνημόνευτα
-
18 ἀμνημόνευτα
-
19 αμνημόνευτοι
-
20 ἀμνημόνευτοι
См. также в других словарях:
ἀμνημόνευτος — unmentioned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… … Dictionary of Greek
αμνημόνευτος — η, ο 1. αυτός που δε μνημονεύεται, δεν αναφέρεται: Στην πραγματεία σου άφησες αμνημόνευτες σπουδαίες εργασίες στο θέμα αυτό. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να θυμηθεί: Μου μιλάς για πράγματα που έγιναν πριν από αμνημόνευτα χρόνια. 3. αυτός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμνημόνευτον — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem acc sg ἀμνημόνευτος unmentioned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημονεύτους — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημονεύτων — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημονεύτῳ — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημόνευτα — ἀμνημόνευτος unmentioned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημόνευτοι — ἀμνημόνευτος unmentioned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
αστηλίτευτος — η, ο (Α ἀστηλίτευτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει στηλιτευθεί, που δεν έχει κατηγορηθεί δημόσια με σκληρότητα αρχ. εκείνος του οποίου το όνομα δεν έχει αναγραφεί σε επιτύμβια στήλη, ο αμνημόνευτος … Dictionary of Greek