-
1 αμνημοσύνη
-
2 ἀμνημοσύνη
-
3 αμνημοσύναν
-
4 ἀμνημοσύναν
-
5 αμνημοσύνην
-
6 ἀμνημοσύνην
-
7 αμνημοσύνης
-
8 ἀμνημοσύνης
-
9 ἀμνημονέω
A- ήσω Isoc.12.253
: [tense] aor.ἠμνημόνησα Id.5.72
, X.Smp.8.1, etc.:—to be unmindful, abs., A. l.c., E.Or. 216: c. acc., forget, D.6.12, 7.19, Aeschin.3.221: also c. gen., D.18.285: freq. in sense, make no mention of, E.IT 361, Th.3.40, Lys.31.25;ἀ. τι περί τινος Th.5.18
; [voice] Pass., Max.Tyr.8.5:—dependent clauses either in partic., ἀμνημονεῖς σαυτὸν δρῶντα; do you forget your doing? Pl. Tht. 207d; or in relative clause with ὅτι .., Id.R. 474d. [full] ἀμνημοσύνη, ἡ, forgetfulness, E. Ion 1100 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμνημονέω
См. также в других словарях:
αμνημοσύνη — ἀμνημοσύνη, η (Α) [ἀμνήμων] έλλειψη μνήμης, λησμοσύνη, λήθη … Dictionary of Greek
ἀμνημοσύνη — to be unmindful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημοσύνην — ἀμνημοσύνη to be unmindful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμνημοσύνης — ἀμνημοσύνη to be unmindful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek
ξεχασιά — η έλλειψη μνήμης, αμνημοσύνη, λησμοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεχασ τού ξεχνώ, (πρβλ. αόρ. ξέχασ α) + κατάλ. ιά (πρβλ. μοιρασ ιά)] … Dictionary of Greek
ԱՆՅԻՇՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0209 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c գ. ԱՆՅԻՇՈՂՈՒԹԻՒՆ ԱՆՅԻՇՈՒԹԻՒՆ. ἁμνημοσύνη, ἁμνηστία oblivio Անյիշատակութիւն. եւ Անյիշաչարութիւն. *Հետեւեալ լինին անզգամութեանն՝ անուսումնութիւն, անհմտութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՅԻՇՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0209 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 12c, 13c գ. ԱՆՅԻՇՈՂՈՒԹԻՒՆ ԱՆՅԻՇՈՒԹԻՒՆ. ἁμνημοσύνη, ἁμνηστία oblivio Անյիշատակութիւն. եւ Անյիշաչարութիւն. *Հետեւեալ լինին անզգամութեանն՝ անուսումնութիւն, անհմտութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξεχασμάρα — η ξεχασιά, αμνημοσύνη, λησμοσύνη, αφηρημάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμνημοσύναν — ἀμνημοσύνᾱν , ἀμνημοσύνη to be unmindful fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)