-
1 ἀμνεῖος
II [full] ἀμνειός or [full] ἄμνιος (sc. χιτών, ὑμήν), ὁ, inner membrane surrounding the foetus, Sor.1.58, Gal.UP15.4: also in neut. form [full] ἀμνεῖον, τό, Hippiatr.14; cf. ἀμνίον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμνεῖος
См. также в других словарях:
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek