-
1 αμμονιτρον
-
2 ἀμμόνιτρον
ἀμμό-νιτρον, τό,A potash mixed with sand, fused together to produce glass, Plin.HN36.194.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμμόνιτρον
-
3 ἀμμόνιτρον
ἀμμό-νιτρον, Sandnatrum, unreines Glas
См. также в других словарях:
αμμόνιτρον — ἀμμόνιτρον, το (Α) άμμος μαζί με νίτρο, ακάθαρτο γυαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + νίτρον] … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… … Dictionary of Greek