Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμμορία

См. также в других словарях:

  • ἀμμορία — ἀμμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc/acc dual ἀμμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμμορία — ἀμμορία, η (Α) [ἄμμορος] (ποιητικός τύπος αντί τού ἀμορία, που δεν είναι σε χρήση) έλλειψη καλής μοίρας, δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • ἀμμορίαν — ἀμμορίᾱν , ἀμμορία what is not fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμορίην — ἀμμορία what is not fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμμορίης — ἀμμορία what is not fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμορία — ἀμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc/acc dual ἀμορίᾱ , ἀμμορία what is not fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀμορίᾱ , ἀμορία fem nom/voc/acc dual ἀμορίᾱ , ἀμορία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμορίας — ἀμορίᾱς , ἀμμορία what is not fem acc pl ἀμορίᾱς , ἀμμορία what is not fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμορίᾱς , ἀμορία fem acc pl ἀμορίᾱς , ἀμορία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμμορος — ἄμμορος, ον (Α) (ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος) 1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι 2. αυτός που στερείται κάτι 3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη». ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία] …   Dictionary of Greek

  • ἀμορίαν — ἀμορίᾱν , ἀμμορία what is not fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμορίᾱν , ἀμορία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»