Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμιξία

См. также в других словарях:

  • αμιξία — ἀμιξία, η (Α) [ἄμικτος] 1. μη ανάμιξη, καθαρότητα 2. (για πρόσωπα) έλλειψη επιμιξίας ή επικοινωνίας, ακοινωνησία 3. φρ. «ἀμιξία χρημάτων», έλλειψη χρηματικών συναλλαγών …   Dictionary of Greek

  • ἀμιξία — ἀμῑξίᾱ , ἀμιξία a being fem nom/voc/acc dual ἀμῑξίᾱ , ἀμιξία a being fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίᾳ — ἀμῑξίαι , ἀμιξία a being fem nom/voc pl ἀμῑξίᾱͅ , ἀμιξία a being fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειξίας — ἀμειξίᾱς , ἀμειξία interruption of communications fem acc pl ἀμειξίᾱς , ἀμειξία interruption of communications fem gen sg (attic doric aeolic) ἀμειξίᾱς , ἀμιξία a being fem acc pl ἀμειξίᾱς , ἀμιξία a being fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειξίᾳ — ἀμειξίᾱͅ , ἀμειξία interruption of communications fem dat sg (attic doric aeolic) ἀμειξίαι , ἀμιξία a being fem nom/voc pl ἀμειξίᾱͅ , ἀμιξία a being fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίας — ἀμῑξίᾱς , ἀμιξία a being fem acc pl ἀμῑξίᾱς , ἀμιξία a being fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμικτος — η, ο (Α ἄμικτος, ον) 1. αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μπορεί να αναμιχθεί με άλλον 2. αμιγής, καθαρός αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν επικοινωνεί με άλλους, ακοινώνητος, αγροίκος, άγριος 2. σκυθρωπός, κατηφής, κακόκεφος 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ἀμειξίαν — ἀμειξίᾱν , ἀμειξία interruption of communications fem acc sg (attic doric aeolic) ἀμειξίᾱν , ἀμιξία a being fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίαν — ἀμῑξίᾱν , ἀμιξία a being fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιξίης — ἀμῑξίης , ἀμιξία a being fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»