-
1 αμηχανως
1) в безвыходном положенииἀ. ἔχειν Aesch., Eur., Plat. — быть в тяжелом положения
2) невероятно, неописуемоἀ. ὡς εὖ Plat. — удивительно хорошо
См. также в других словарях:
ἀμηχάνως — ἀμήχανος without means adverbial ἀμήχανος without means masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… … Dictionary of Greek