-
1 ἀμευσίπορος
ᾰμευσῐπορος, -ον1 where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν ( ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) P. 11.38 -
2 ἀμευσίπορος
ἀμευσίπορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμευσίπορος
-
3 αμευσίπορον
ἀμευσίποροςpath-shifting: masc /fem acc sgἀμευσίποροςpath-shifting: neut nom /voc /acc sg -
4 ἀμευσίπορον
ἀμευσίποροςpath-shifting: masc /fem acc sgἀμευσίποροςpath-shifting: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
αμευσίπορος — ἀμευσίπορος, ον (Α) αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι (< ἀμεύομαι) + πόρος] … Dictionary of Greek
ἀμευσίπορον — ἀμευσίπορος path shifting masc/fem acc sg ἀμευσίπορος path shifting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek