-
1 αμετάθετος
-
2 ἀμετάθετος
-
3 αμεταθετος
-
4 ἀμετάθετος
ἀμετάθετος, ον① unalterable, unchangeable (μετατίθημι ‘change’; since the Stoics Zeno and Chrysippus, also Polyb. 2, 32, 5; 30, 19, 2 al.; Diod S 1, 23, 8 et al.; OGI 331, 58 [II B.C.]; 335, 73 [II/I B.C.]; POxy 75, 15; 482, 35; 636, 12 [of a will]; 3 Macc 5:1, 12; TestAbr A 13 p. 92, 13 [Stone p. 32]; Jos., C. Ap. 2, 189; Just., D. 120, 5) πράγματα ἀ. Hb 6:18.—The neut. as subst. τὸ ἀ. τῆς βουλῆς αὐτοῦ the unchangeableness of his purpose Hb 6:17 (cp. PGM 4, 527f κατὰ δόγμα θεοῦ ἀμετάθετον).② impossible MPol 11:1 (in wordplay w. μετάνοια, i.e. ‘a change of mind from better to worse is not a change that is an option for us’).—DELG s.v. τίθημι. M-M. -
5 ἀμετάθετος
{прил., 2}неизменный, непреложный, нерушимый, т.е. не подлежащий изменению (Евр. 6:17, 18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀμετάθετος
-
6 αμετάθετος
{прил., 2}неизменный, непреложный, нерушимый, т.е. не подлежащий изменению (Евр. 6:17, 18).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αμετάθετος
-
7 αμετάθετος
η, ο [ος, ον ]1) неперемещённый; непереведённый; не подлежащий переводу (по службе); 2) несменяемый; бессменный; 3) непереставленный; стоящий на месте; неподвижный -
8 ἀμετάθετος
неизменный, непреложный (не подлежащий изменению).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀμετάθετος
-
9 ἀμετάθετος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-2=2 3 Mc 5,1.12 -
10 ἀμετάθετος
ἀμετά-θετος, ον,A unalterable, immutable, κατάληψις, of knowledge, Zeno Stoic.1.20; of fate, Chrysipp.ib.2.264, cf. Plb.30.17.2;ἀκίνητα καὶ ἀ. OGI331
(Pergam.), etc. Adv.-τως, διακεῖσθαι D.S.1.83
, cf. Ascl.in Metaph. 22.6.2 Gramm., not inflected, A.D.Synt.322.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάθετος
-
11 ἀμετάθετος
ἀ-μετά-θετος, (nicht umzusetzen) unveränderlich, fest -
12 αμετάθετος
yeri değiştirilmeyen -
13 αμεταθέτως
-
14 ἀμεταθέτως
-
15 αμετάθετον
-
16 ἀμετάθετον
-
17 ἀ-μετά-στατος
ἀ-μετά-στατος, nicht umgestellt, Plat. Rep. II, 361e nicht wegzubringen, 378 e mit δυςέκνιπτος vrbdn; Plut. neben ἀμετάϑετος.
-
18 αμεταθέτοις
-
19 ἀμεταθέτοις
-
20 αμεταθέτου
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμετάθετος — unalterable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινείται, αμετατόπιστος: Ο πίνακας αυτός χρόνια τώρα είναι αμετάθετος. 2. (για υπαλλήλους), αυτός που μένει στη θέση του: Όλα του τα χρόνια υπηρέτησε αμετάθετος στον τόπο του. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμετάθετο η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμετάθετος — η, ο (AM ἀμετάθετος, ον) [μετατίθημι] αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν είναι δυνατόν να μετατοπιστεί, αμετακίνητος, σταθερός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αμετάθετο … Dictionary of Greek
ἀμεταθέτως — ἀμετάθετος unalterable adverbial ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάθετον — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc sg ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτοις — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτου — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτους — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτων — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτῳ — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάθετα — ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)