-
1 αμεταμελητως
не раскаиваясь, без сожаления Aesop.
См. также в других словарях:
ἀμεταμελήτως — ἀμεταμέλητος not to be repented of adverbial ἀμεταμέλητος not to be repented of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)