Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμερές

См. также в других словарях:

  • ἀμερές — ἀμερής without parts masc/fem voc sg ἀμερής without parts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμέρεια — ἀμέρεια, η (Α) [αμερής] το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα τού να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο …   Dictionary of Greek

  • αμερής — ἀμερής, ές (Α) 1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος 2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμερές η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο τά ἀμερῆ (Λογική) τα γένη που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՄԱՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0200 Chronological Sequence: 8c գ. ἁμερεία, τὸ ἁμερές Չունելն մասունս բաժանելիս. *Մասունս անմասնութեան, որ ըստ հոգւոյ է ընտանեբար. Դիոն. ածայ. ՟Թ: *Առանց մեծութեան գոլով, եւ առանց թանձրութեան՝ անմասնութիւն. Նիւս. բն. ՟Գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»