-
1 αμερες
τό1) неделимость Plut.2) неделимое, индивид -
2 αμερές
-
3 ἀμερές
-
4 διαστασις
- εως ἥ1) разделение, распадение(τῶν συμφύτων μερῶν Arst.; μορίων Plut.)
2) расселина, трещинаἥ δ. τῶν οὐρέων Her. — горное ущелье3) щель, выемка(τοῦ πλεύμονος Arst.)
4) расстояние, удаленность5) расхождение, взаимное смещение6) протяжение7) мат. измерение(τρεῖς διαστάσεις ἔχειν Arst.)
8) промежуток, интервал(ἀριθμοῦ πρὸς ἀριθμόν Plat.; μεγίστη δ. ἀρετέ καὴ μοχθηρία Arst.)
9) разлад, раздор(στάσις ἢ δ. Plat.; διαστάσεις τῶν πολιτειῶν Arst.)
δ. τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Thuc. — раскол между младшим и старшим поколениями10) расторжение брака, развод(πρὸς τὸν ἄνδρα Plut.)
См. также в других словарях:
ἀμερές — ἀμερής without parts masc/fem voc sg ἀμερής without parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμέρεια — ἀμέρεια, η (Α) [αμερής] το να είναι κάτι αμερές, η ιδιότητα τού να μη διαιρείται σε μέρη, το αδιαίρετο … Dictionary of Greek
αμερής — ἀμερής, ές (Α) 1. αυτός που δεν αποτελείται από μέρη ή δεν διαιρείται σε μέρη, αμέριστος, αδιαίρετος 2. αμερόληπτος, ανεπηρέαστος, ειλικρινής 3. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμερές η αμέρεια, το να είναι κάτι αδιαίρετο τά ἀμερῆ (Λογική) τα γένη που δεν… … Dictionary of Greek
ԱՆՄԱՍՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0200 Chronological Sequence: 8c գ. ἁμερεία, τὸ ἁμερές Չունելն մասունս բաժանելիս. *Մասունս անմասնութեան, որ ըստ հոգւոյ է ընտանեբար. Դիոն. ածայ. ՟Թ: *Առանց մեծութեան գոլով, եւ առանց թանձրութեան՝ անմասնութիւն. Նիւս. բն. ՟Գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)