Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμεμφεία

См. также в других словарях:

  • ἀμεμφεία — ἀμεμφείᾱ , ἀμεμφία freedom from blame fem nom/voc/acc dual ἀμεμφείᾱ , ἀμεμφία freedom from blame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμεμφείας — ἀμεμφείᾱς , ἀμεμφία freedom from blame fem acc pl ἀμεμφείᾱς , ἀμεμφία freedom from blame fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμεμφία — ἀμεμφία, η (Α) [ἀμεμφής] (διορθώνεται σε ἀμεμφεία) 1. το να είναι κανείς άμεμπτος, άψογος 2. φρ. «ἀμεμφίας χάριν», για να αποφύγει κανείς την επίπληξη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»