-
1 ἀμελλητί
-
2 ἄ-χρονος
-
3 ἄχρονος
См. также в других словарях:
αμελλητί — επίρρ. (Α ἀμελλητὶ) [μέλλω] χωρίς αργοπορία ή αναβολή … Dictionary of Greek
1 ἀμελλητί
2 ἄ-χρονος
3 ἄχρονος
αμελλητί — επίρρ. (Α ἀμελλητὶ) [μέλλω] χωρίς αργοπορία ή αναβολή … Dictionary of Greek