Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀμεινότερος

См. также в других словарях:

  • αμεινότερος — ἀμεινότερος, α, ον (Α) [ἀμείνων] άλλος τύπος συγκριτικού βαθμού τού ἀγαθὸς αντί τού ἀμείνων …   Dictionary of Greek

  • αμείνων — ἀμείνων ( ονος), ον (Α) συγκριτικό τού επιθέτου αγαθός 1. ικανότερος, γενναιότερος 2. προτιμότερος, ωφελιμότερος 3. τὰ ἀμείνω το σωστό, το δίκαιο 4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό τού εὖ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»