Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμειλίκτους

См. также в других словарях:

  • ἀμειλίκτους — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Τσιρικάουα — (Chiricahua). Φυλή Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής που μιλούν την αθαβασκική γλώσσα και ανήκουν στην ομάδα των Απάτσι. Η φυλή αυτή, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή Ν του άνω ρου του Ρίο Xίλα, στην Αριζόνα, αντιτάχθηκε σθεναρά στη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»