-
1 αμειλίκτους
-
2 ἀμειλίκτους
См. также в других словарях:
ἀμειλίκτους — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Τσιρικάουα — (Chiricahua). Φυλή Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής που μιλούν την αθαβασκική γλώσσα και ανήκουν στην ομάδα των Απάτσι. Η φυλή αυτή, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένη στην περιοχή Ν του άνω ρου του Ρίο Xίλα, στην Αριζόνα, αντιτάχθηκε σθεναρά στη… … Dictionary of Greek