Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀμείβων

См. также в других словарях:

  • ἀμείβων — ἀμείβω change pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъиноудоу — (9*) нар. Из другого места: бѣ видѣти и множьство бещисмене. къ нѥмѹ ѹбо съход˫аще. ѡвѣхъ же ѿ ѡкр(с)ьнихъ мѣстъ. ины же ѿинѹдѹ събьра||въшас˫а. (ἀλλαχόϑεν) ЖФСт к. XII, 162–163; чѧсто бо к нѥмꙊ приход˫ахѹ на вс˫акъ чѧ(с) дрѹзи же ѿинѹдѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • GANGES — fluv. maximus Indiae ulterioris, illam a citeriori disterminans, ex Emodis montibus profluens, ac in mer. in Oceanum Indicum exiens, evius minima latitudo 2. mill. maxima 5. Plin. l. 33. c. 4. auriferum facit, et cum Tago, Pado, Hebro. ac Paetolo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενήλατον — ἐνήλατον, το (Α) [ενελαύνω] 1. αυτό που μπήγεται, που εμβάλλεται 2. μακρύ ξύλο, δοκός, δοκάρι 3. στον πληθ. ἐνήλατα τα ξύλινα σκαλιά, που προσαρμόζονται στις μακριές, όρθιες πλευρές τής ανεμόσκαλας («κλίμακος ἀμείβων ξέστ ἐνηλάτων βάθρα», Ευρ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • συστάτης — ο, ΝΑ καθεμιά από τις δοκούς τής στέγης οι οποίες αρχίζουν από τους παράλληλους τοίχους και συναντώνται στην κορυφή, αλλ. αμείβων νεοελλ. ναυτ. καθεμιά από τις κατακόρυφες δοκούς πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πρόβολος ιστός αρχ. 1. διοργανωτής,… …   Dictionary of Greek

  • τροφή — η, ΝΜΑ 1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό 2. φρ. «πνευματική τροφή» ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματος νεοελλ. βιολ. ουσία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»