-
1 αμβολιεργούς
-
2 ἀμβολιεργούς
См. также в других словарях:
ἀμβολιεργούς — ἀμβολιεργός putting off work masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμβολιεργούς
2 ἀμβολιεργούς
ἀμβολιεργούς — ἀμβολιεργός putting off work masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)