Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀμβλύτης

См. также в других словарях:

  • ἀμβλύτης — bluntness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλύτητα — ἀμβλύτης bluntness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλύτητας — ἀμβλύτης bluntness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλύτητες — ἀμβλύτης bluntness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλύτητι — ἀμβλύτης bluntness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμβλύτητος — ἀμβλύτης bluntness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύτητα — η (Α ἀμβλύτης) [ἀμβλύς] 1. έλλειψη οξύτητας, αιχμηρότητας 2. εξασθένιση, ατονία, νωθρότητα, νωχέλεια …   Dictionary of Greek

  • ԲԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 487 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ἁμβλύτης hebetudo, obtusio Բութ եւ գուլ գոլն՝ իրօք կամ նմանութեամբ, հակադրեալ սրութեան. գլութիւն, գուլ ըլլալը ... *Հրոյ՝ սրութիւն. երկրի՝ բթութիւն. օդ ունելով բթութիւն. եւ լինի ջուր՝ տեսակացեալ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»