-
1 αμβλωπος
2с притупившимся зрениемδακρύων βίος ἀ. Aesch. — жизнь, ослепшая от слез, т.е. проведенная в слезах
См. также в других словарях:
αμβλωπός — ἀμβλωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει αδύνατη όραση 2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση 3. μτφ. θολός, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + ωπὸς < ὤψ «μάτι»] … Dictionary of Greek
ἀμβλωπός — bedimmed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλωπόν — ἀμβλωπός bedimmed masc/fem acc sg ἀμβλωπός bedimmed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek
αμβλώψ — ἀμβλώψ ( ῶπος), ο, η (Α) ο αμβλωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + ωψ < ὄψ «μάτι»] … Dictionary of Greek